- εγκαιροφλεγής
- -ές και εγκαιρόφλεκτος, -η, -οαυτός που αναφλέγεται εύκολα, την κατάλληλη στιγμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκαιροφλεγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που αναφλέγεται στην κατάλληλη στιγμή (για οβίδα που ρυθμίζεται κατάλληλα, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς της) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)